κάβος

κάβος
Ονομασία τεσσάρων οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 23 κάτ.) της Αίγινας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αίγινας της νομαρχίας Πειραιά. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 5 μ., 46 κάτ.) της Εύβοιας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Λιχάδος του νομού Ευβοίας. 3. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 847 κάτ.) της Κέρκυρας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του νησιού, 43 χλμ. ΝΑ της πόλης της Κέρκυρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λευκιμμαίων. 4. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 156 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στον όρμο Καλαμακίου, στην αριστερή πλευρά του ανατολικού στομίου του Ισθμού της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λουτρακίου-Περαχώρας. 5. Οικισμός (18 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σολυγείας.
* * *
(I)
κάβος, ὁ (Α)
εβραϊκό μέτρο για σιτάρι και ψωμί, αντίστοιχο προς το αρχ. ελλ. χοίνιξ, ίσο με 4 ξέστας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εβρ. qab].
————————
(II)
ο (Μ κάβος)
1. ακρωτήριο, συνήθως ψηλό και απόκρημνο
2. χοντρό σχοινί τών πλοίων, καραβόσκοινο, παλαμάρι
νεοελλ.
φρ. α. (για τους κύκλιους ελλ. χορούς) «σέρνω τον κάβο» — είμαι πρώτος στον χορό, μπαίνω μπροστινός
β. «παίρνω κάβο» — αρχίζω να αντιλαμβάνομαι, να μπαίνω στο νόημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. «ακρωτήριο» η λ. προέρχεται από γενουατικό cavo, ενώ με τη σημ. «σχοινί» από το ιταλ. cavo].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κάβος — ḳab masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάβος — ο (λ. ισπαν.), ακρωτήριο ψηλό και κρημνώδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κάβον — κάβος ḳab masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάβου — κάβος ḳab masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάβους — κάβος ḳab masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Samos — Gemeinde Samos Δήμος Σάμου …   Deutsch Wikipedia

  • κάβαισος — κάβαισος, ὁ (Α) αδηφάγος, άπληστος, λαίμαργος σύντροφος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. κάβαισος, η οποία απαντά και ως ανθρωπωνύμιο, θεωρήθηκε από τους αρχαίους γραμματικούς σύνθετη από τα κάβος και αἶσα (πρβλ. Ἀγόρ αισος). Την άποψη όμως αυτή θέτει εν αμφιβόλω… …   Dictionary of Greek

  • κάμος — (I) κάμος, ὁ (Α) είδος μπίρας. (II) κάμος, ὁ (Α) είδος μέτρου, κάβος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού κάβος (Ι)*] …   Dictionary of Greek

  • καβολάκι — καβολάκι, τὸ (Μ) μικρό ακρωτήριο, μικρός κάβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάβος (II) με επίδραση συναφών υποκορ.] …   Dictionary of Greek

  • καβόνιος — ον (Α) 1. αυτός που αναφέρεται στον κάβο, στο εβρ. μέτρο για σιτάρι και ψωμί 2. (για ψωμί) αυτό που είναι μέσα σε κάβο («άρτος καβόνιος») 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ καβόνιον μέτρο σίτου και άρτου, κάβος (Ι)*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κάβος (Ι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”